Τους τρεις χιλιάδες πλησίασε τον τελευταίο χρόνο ο αριθμός των πολιτών που είναι δικαιούχοι και λαμβάνουν Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ), οι οποίοι κρίθηκαν ικανοί να εργαστούν και εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα Κοινωνικής Παρέμβασης, του Υφυπουργείου Πρόνοιας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υφυπουργείο, στο πρόγραμμα εντάχθηκαν κατά τον τελευταίο χρόνο πέραν των 2.700 δικαιούχων του ΕΕΕ, με περισσότερους από 1.700 να παραπέμπονται σε προγράμματα κατάρτισης ή ανάπτυξης δεξιοτήτων. Την ίδια στιγμή που περίπου 1.000 δικαιούχοι παραπέμφθηκαν στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης για εξεύρεση εργασίας, με την ανταπόκριση να χαρακτηρίζεται ως ενθαρρυντική.
Να σημειωθεί ότι το Πρόγραμμα Κοινωνινής Παρέμβασης είναι δεσμευτικό για τους εξυπηρετούμενους και αποσκοπεί στη συμπερίληψη και ενσωμάτωση δικαιούχων του ΕΕΕ στο κοινωνικό σύνολο, μέσα από τη διαμόρφωση ατομικού πλάνου για κάθε δικαιούχο με σκοπό είτε την ένταξη στην αγορά εργασίας είτε παρέχοντας κατάρτιση, ανάπτυξη δεξιοτήτων και επιμόρφωση μέσα από τη συμμετοχή σε προγράμματα που υλοποιούνται σε συνεργασία με την Αρχή Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού (ΑνΑΔ), το Κέντρο Παραγωγικότητας (ΚΕΠΑ), τα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης (ΚΙΕ) και τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΑ).
Μειώθηκε ο χρόνος εξέτασης
Όπως εξήγησε σε δηλώσεις της στον «Π» η υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Μαριλένα Ευαγγέλου, «η Κοινωνική Παρέμβαση διενεργείται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές συνθήκες και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε εξυπηρετούμενου ξεχωριστά. Το ατομικό πλάνο που καταρτίζεται περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους που καταλήγουν στην ένταξη στην αγορά εργασίας ή στην απόκτηση δεξιοτήτων, μέσω προγραμμάτων κατάρτισης ή επιμόρφωσης, για όσους κρίνεται ότι μπορούν». Ακόμη η υφυπουργός μίλησε και για τη μείωση στις 60 ημέρες του χρόνου που απαιτείται για την εξέταση αιτήσεων για ΕΕΕ, σημειώνοντας ότι αποτελεί την επίτευξη ενός σημαντικού για το υφυπουργείο στόχου, ο οποίος επιτεύχθηκε σε δύο φάσεις. «Η πρώτη τον Ιανουάριο του 2024, οπότε και καταφέραμε την εξέταση αιτήσεων ΕΕΕ σε μέσο χρόνο 90 ημερών, και η δεύτερη σε λιγότερο από έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2024, οπότε ο μέσος χρόνος εξέτασης ΕΕΕ είναι πλέον 60 ημέρες», είπε η κ. Ευαγγέλου. Πιο συγκεκριμένα, εξήγησε ότι «με τη χρήση της τεχνολογίας αυτοματοποιήθηκε η ανάλυση ρίσκου, γεγονός που επιτρέπει την κατηγοριοποίηση των αιτήσεων, αλλά και των επιδομάτων σε υψηλού, μεσαίου και χαμηλού ρίσκου, δίδοντάς μας την ευχέρεια να μπορούμε γρηγορότερα να διακρίνουμε εκείνες τις αιτήσεις οι οποίες είναι επείγουσες για εξέταση από τη μία, αλλά και να γίνονται πιο αποτελεσματικοί έλεγχοι από την άλλη».
Τι αλλάζει το 2025
Όσον αφορά το τι άλλο θα πρέπει να περιμένουμε για το 2025, η υφυπουργός τόνισε ότι «προχωρούμε σε ακόμα ένα βήμα, εντατικοποιώντας τις προσπάθειες για κοινωνική ενσωμάτωση των δικαιούχων του ΕΕΕ, καθώς ήδη βρισκόμαστε σε διαδικασία καταρτισμού ενός νέου Σχεδίου, το οποίο, συνδυαστικά με το Πρόγραμμα Κοινωνικής Παρέμβασης, θα στοχεύει στην ένταξη στην αγορά εργασίας όσων εκ των δικαιούχων δύνανται να εργαστούν». Ακόμη, μίλησε για άλλη μια «τομή» σε σχέση με το ΕΕΕ, που αφορά τον διαχωρισμό των αναπηρικών επιδομάτων από το ΕΕΕ, στο πλαίσιο της νέας νομοθεσίας για Άτομα με Αναπηρία, η οποία βρίσκεται σε τελικό στάδιο διαμόρφωσης.